Σε περίοπτη θέση, απέναντι από τη Θεολογική Σχολή στη Χάλκη Πριγκηπονήσων υπήρχε τριόροφο ξύλινο αρχοντικό, ταλαιπωρημένο μα να αντέχει στο χρόνο, με μπαλκονάκια που έβλεπαν σχεδόν τη μισή θάλασσα του Μαρμαρά.
Κάθε καλοκαίρι, γέμιζαν οι χώροι του από χαρούμενες φωνές που μιλούσαν ελληνικά.
Στο μπαλκόνι θα ήταν έτοιμο το τσάι για ένα καλό πρωινό.
Μπροστά στο κτίριο έπαιζαν παιδιά, χεριστιανών κι μουσουλμάνων κι όχι μόνο.
Πρέπει να ανήκε στο Βαλουκλή, εμμέσως στην εκκλησία το σπίτι.
Έτριζαν οι σκάλες σε κάθε σκαρφάλωμα, κουνιόταν ο όροφος με κάθε περπάτημα.
Οι χριστιανοί ένοικοι, εδώ κι 50 χρόνια το φρόντιζαν.
Είχε δει το σπίτι τις χαρές λαι λύπες πολλών γενιών. Είχε φιλοξενήσει και φυλέψει πολλούς.
Ζευγάρια, μωαμεθανών ανεβαίνοντας από το λιμάνι ξαπόσταιναν για λίγο στα σκαλια του παρασόκακου του σπιτιού των γκιαούρ.
Από τα μπαλκόνια του μπορούσες να άκουγες τη ελληνική μουσική που έπαιζαν οι νεόπλουτοι στο παρακάτω κλαμπ του νησιού μέχρι πρωίας τα σαββατοκύριακα.
Οι γλάροι, κατά χιλιάδες το πρωί σε ξυπνούσαν με τα καγχάσματα τους. Γελούσαν φαίνεται από τότε για τα χάλια της Χάλκης.
Η πυροσβεστική δεν κατάφερε, σε ένα νησί χωρίς κυκλοφοριακό, με άδειους δρόμους κι γύρω γύρω θάλασσα, να σβήσει τη φωτιά.
Λένε άργησε. Οι κάμερες ασφαλείας περιέςργως δε λειτουργούσαν.
Τούρκικες εφημερίδες λένε για έλλειψη οχήματος μέ σκάλα. Αργοπορία ενδεχομένως.
Αν νομίζουν, ότι με αυτά θα μας διώξουν γελιούνται. Εκτός του ότι θα επιστρέφουμε οι χριστιανοί κάθε καλοκαίρι, θα νοικιάσουμε πολλά περισσότερα σπίτια. Από τον τόπο να φύγουν οι μπαταξίδες, όχι εμείς.
Το καλοκαίρι του '74, υπήρχε γενικό κλίμα εκφοβισμού στο νησί. Περιμέναμε τον όχλο να φτάσει από τα γύρω χωριά με μαούνες να μας καθαρίσουν. Δεν ήρθαν.
Μιλούσαν για κάποιο Μακάριο, που ούτε που είχαμε ακούσει. Μια ζωή, όμηροι της Κύπρου κι της Ελλάδας. Χωρίς κέρδος κέρατα.
Κάθε καλοκαίρι, γέμιζαν οι χώροι του από χαρούμενες φωνές που μιλούσαν ελληνικά.
Στο μπαλκόνι θα ήταν έτοιμο το τσάι για ένα καλό πρωινό.
Μπροστά στο κτίριο έπαιζαν παιδιά, χεριστιανών κι μουσουλμάνων κι όχι μόνο.
Πρέπει να ανήκε στο Βαλουκλή, εμμέσως στην εκκλησία το σπίτι.
Έτριζαν οι σκάλες σε κάθε σκαρφάλωμα, κουνιόταν ο όροφος με κάθε περπάτημα.
Οι χριστιανοί ένοικοι, εδώ κι 50 χρόνια το φρόντιζαν.
Είχε δει το σπίτι τις χαρές λαι λύπες πολλών γενιών. Είχε φιλοξενήσει και φυλέψει πολλούς.
Ζευγάρια, μωαμεθανών ανεβαίνοντας από το λιμάνι ξαπόσταιναν για λίγο στα σκαλια του παρασόκακου του σπιτιού των γκιαούρ.
Από τα μπαλκόνια του μπορούσες να άκουγες τη ελληνική μουσική που έπαιζαν οι νεόπλουτοι στο παρακάτω κλαμπ του νησιού μέχρι πρωίας τα σαββατοκύριακα.
Οι γλάροι, κατά χιλιάδες το πρωί σε ξυπνούσαν με τα καγχάσματα τους. Γελούσαν φαίνεται από τότε για τα χάλια της Χάλκης.
Η πυροσβεστική δεν κατάφερε, σε ένα νησί χωρίς κυκλοφοριακό, με άδειους δρόμους κι γύρω γύρω θάλασσα, να σβήσει τη φωτιά.
Λένε άργησε. Οι κάμερες ασφαλείας περιέςργως δε λειτουργούσαν.
Τούρκικες εφημερίδες λένε για έλλειψη οχήματος μέ σκάλα. Αργοπορία ενδεχομένως.
Αν νομίζουν, ότι με αυτά θα μας διώξουν γελιούνται. Εκτός του ότι θα επιστρέφουμε οι χριστιανοί κάθε καλοκαίρι, θα νοικιάσουμε πολλά περισσότερα σπίτια. Από τον τόπο να φύγουν οι μπαταξίδες, όχι εμείς.
Το καλοκαίρι του '74, υπήρχε γενικό κλίμα εκφοβισμού στο νησί. Περιμέναμε τον όχλο να φτάσει από τα γύρω χωριά με μαούνες να μας καθαρίσουν. Δεν ήρθαν.
Μιλούσαν για κάποιο Μακάριο, που ούτε που είχαμε ακούσει. Μια ζωή, όμηροι της Κύπρου κι της Ελλάδας. Χωρίς κέρδος κέρατα.